- είρος
- εἶρος, το (Α)1. έριο2. γναφάλλιον3. είδος πυρετού.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έριο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἶρος — wool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιόχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α 1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονό χειρ, ομπνιό χειρ] … Dictionary of Greek
ταχύχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α ο γρήγορος στα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + χειρ (< χείρ [ἡ] «χέρι»), πρβλ. πολύ χειρ] … Dictionary of Greek
τετράχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. ἑκατόγ χειρ] … Dictionary of Greek
φθειρ — ειρός, η, ΝΜΑ, και φθείρα Ν (λόγιος τ.) 1. η ψείρα 2. ναυτ. (παλαιότερα) το πλατύ τμήμα τού πηδαλίου νεοελλ. φρ. «φθειρ τού εφηβαίου» ο φθείριος μσν. αρχ. ο κώνος είδος πεύκου αρχ. 1. φθειρίαση, ψείριασμα 2. θαλάσσιο ψάρι που προσκολλάται στο… … Dictionary of Greek
εἴρεα — εἶρος wool neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρεος — εἶρος wool neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴριος — εἶρος wool neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
εἴρει — ἔρομαι ask pres ind mp 2nd sg (epic ionic) εἴρω fasten together in rows aor subj act 3rd sg (epic) εἴρω fasten together in rows pres ind mp 2nd sg εἴρω fasten together in rows pres ind act 3rd sg εἴρω 2 say pres ind mid 2nd sg (epic ionic) εἶρος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)